Ημίνεκροι

anthi3543-768x479

Το συχνότερο που ακούω είναι το «Δεν βαριέσαι με όλα αυτά;» ή «Τι καταλαβαίνεις που τα κάνεις;» Άνθρωποι με την πιο στείρα ζωή, εκείνη που θες να αποστραφείς. Ο κάθετος κορμός τους με τις οριζοντιοποιημένες επιθυμίες τους έχουν μια κόντρα τέτοια, που αν αυτή ξυπνούσε θα τους θαυμάζαμε. Η μεγαλομανία τους όταν μειώνουν εκείνους που φέρονται αλλιώς είναι ζαχαρωμένη από την αποδοχή που εισπράττουν ως μέρος της κοινής κοινωνικής λογικής. Έτσι τους πάει να ανατραπούν από την ετοιματζίδικη κοινωνική στρωματσάδα. Αμετανόητοι και με ενιαίο ύφος για την επιλογή τους ώς τη μεσηλικότητα. Παθαίνουν ξυπνητό στα 70, όταν αναπολούν εφηβικά όνειρα που επιστρέφουν με την ουρά στα σκέλια. Μέχρι τότε, ξαλαφρώνουν τα νεφρά τους με κλισέ ατάκες.

Μόνο τα παιδιά τους ξέρουν τι να νιώσουν, μα όταν τα μυριστούν, τους βάζουν σιγαστήρα. Να είναι στρατιωτάκια παιδιά, πες ευχαριστώ, πες παρακαλώ, δώσε φιλί, κάνε γλυκά ματάκια, παιδάκια με πουκάμισο μέσα από το παντελόνι. Ούτε το σκυλί τους δεν παίζει. Ούτε το παιδί τους γελά, συνήθως ούτε κλαίει. Ο ύπνος τους το μεσημέρι ανόνειρος. Η αναπνοή τους μυρίζει μέντα, δεν προλαβαίνει να μυρίσει κρασίλα. Ο καναπές έχει ριχτάρι να μη λερωθεί το ύφασμά του, ένα ύφασμα που δεν θα δούμε ποτέ. Οι τάφοι της μάνας τους γυαλισμένος γρανίτης. Τα ταξικά τους ένστικτα καουτσούκ ξεραμένο. Το μόνο τους κρεσέντο είναι η ώρα που θυμούνται τη φάτσα της μάνας τους όταν τους έλεγε να αγαπούν με συσπάσεις τον άνθρωπο. Και τους λείπει. Κι η μάνα τους κι οι συσπάσεις. Μα μέσα στη βελουτέ σούπα τους απενεργοποιήθηκαν οι κρατήρες τους.

Φωσφορισμένοι μόνο μέσα στην ημίνεκρη κατοικία τους. Δεν ξέρω τι την θέλουν την κόλαση. Τη μαραμένη τους αδράνεια. Που έχουν μόνο το κρεβάτι τους και το ψωμί τους ώσπου να πεθάνουν. Που μόνο μάγουλο θα έχουν να στρέφουν στους συζύγους να τους φιλήσουν για την υπόλοιπη ζωή τους, που τα παιδιά τους θα είναι άγνωστα αδέρφια μεταξύ τους, όπως ξένοι και απόμακροι θα είναι σε κάθε άνθρωπο στην κοινωνία για να μη δημιουργούν συνθήκες υποχρεώσεων αν τους χρειαστούν. Που θα είναι κοινοί και εύκολα μαντεμένοι ενήλικες. Οι άνθρωποι που ξέφυγαν από τις ζωές με τα ριχτάρια, τους ακούγονται σαν λόξιγκες.

Κάποιος θα βρεθεί να τους στρέψει απέναντι στο αίσθημα του ατέλειωτου μέσα τους. Κάποιος που δεν υπέκυψε στην καταναγκαστικότητα της εκδοχής των φρόνιμων ζωών τους. Θα μιλήσουμε για τις άξεστες ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Να τις εκτιμήσουμε αλλιώς. Εκείνων που δεν άφησαν βαθουλωμένο σχήμα του πισινού τους σε πολυθρόνα, που έζησαν νεκραναστάσεις. Των ανθρώπων που κακώς απορρίπτουμε ως διατάραξη. Που έγιναν μια ακονισμένη υπόσχεση, πρώτον απέναντι στον εαυτό τους και δεύτερον στο σύνολο του κόσμου.

Των ανθρώπων που δεν βούλιαξαν στην επαναληπτικότητα, που ερωτεύτηκαν και έβαζαν ξύλα να κρατούν τη φωτιά, που έχουν παραπάνω πιθανότητες να κουβάλησαν τους μεταβατικούς χαρακτήρες της ιστορίας. Που δεν ήταν προσωρινά σωστοί, που ήταν προσωρινά λάθος. Ανθρώπων που όσο έζησαν δεν ξέπεσαν να στρέψουν μάγουλο, ούτε σε αφεντικά κακοπληρωμένων δουλειών ούτε σε εραστές. Και έτσι σήμερα μπορείς να μιλάς αν θες για εργατικό δικαίωμα, για την ελευθερία του λόγου, για αδιαπραγμάτευτο πάθος στον έρωτα.

Τα άνθη του κακού

Leave a comment