Θεσμικός ρατσισμός

maxresdefault

Να σας κάνω ξενάγηση στις ζωές τους.

Η Τουκ εννέα χρόνια μετά επέστρεψε στο Βιετνάμ. Ξεριζώθηκε δεύτερη φορά. Μία από το Βιετνάμ αφήνοντας πίσω μικρή κόρη, άντρα και μάνα. Αυτή έριξε καλή ζαριά, έπεσε στη μάνα μου, τη Στάλα και την Αργεντούλα, που μια ζωή είχαν στη ζωή τους μετανάστες. Που την αγάπησαν σαν αδερφή τους. Αυτή αγάπησε τον παππού και τη γιαγιά μου σαν γονείς δικούς της. Ο παππούς, όταν στα πέντε χρόνια μας ζήτησε να πάει ένα μήνα στους δικούς της, όσο έλειπε μάρανε, έσβηνε μέρες πότε θα γυρίσει. Οκτώ μέρες, εφτά, έξι, πέντε, δύο. Την περίμενε στο αεροδρόμιο με γαρύφαλα. Η Τουκ έκλαψε, έτρεξε πάνω μας μας αγκάλιασε όταν μας είδε στις αφίξεις. Μου έφερε δώρο σκουλαρίκια. Αυτή, εμένα. Από το χωριό του Βιετνάμ της φτώχιας. Στάθηκε δίπλα μας στην κηδεία του παππού απαρηγόρητη. Υποδείκνυε στην Κολπάνα, τη νέα κοπέλα που θα πρόσεχε τη γιαγιά όταν ήρθε η ώρα να φύγει, «όχι πάτσο στη γιαγιά». Άφησε πίσω ρούχα, για να χωρέσει στη βαλίτσα της τις φωτογραφίες μας. Σπαράζω που τα γράφω. Η μάνα μου πλάνταξε, «είσαι αδερφή μας».

Φρόντισε τη μάνα και τον πατέρα της, ήταν ενσάρκωση των παιδιών τους. Καθάρισε αμέτρητες φορές τη γιαγιά όταν τα έκανε πάνω της, όταν εμάς μας ‘βγαίναν τ’άντερα. Όλες οι «Τουκ» καθάρισαν τόνους σκατά της Κύπρου. Αυτό είναι το ακριβές σκίτσο. Σκέφτομαι, ότι τόσα χρόνια, μετά αν πάθαινε τίποτα, δεν θα ξέραμε ποιον να ειδοποιήσουμε. Δεν μας έκοψε εννέα χρόνια να της ζητήσουμε τηλέφωνο κάποιου συγγενή. Μας παίρνει πια με κάμερα, βλέπω προχθές το κορίτσι της που μεγάλωσε. Με κομμάτιασαν μέσα μου πολλές φράσεις των ημερών. Της Τώνιας που έγραψε για τη Μαρί-Ρόουζ, «την αναγνώρισε η φίλη της απ’τα σκουλαρίκια, είχε φίλες, είχε σκουλαρίκια, είχε παιδί». Της Αργεντούλας που είπε, «οι συγγενείς θέλουν τα σώματα, να τις θάψουν». Να τις θάψουν.

Θυμάμαι βίντεο όπου ένας παππούς περιχάριζε το πουλί του στο κορίτσι από τις Φιλιππίνες που τον πρόσεχε. Το κορίτσι δεν είχε κάπου να απευθυνθει. Η Αστυνομία καχύποπτη. «Με €15 τα κάνουν όλα». Λείπει ο αποδέχτης της ιστορίας της. Στον θεσμικό καμβά, δεν υπάρχουν συντεχνίες να τις γράψουν σαν εργαζόμενες του τόπου. Χάρηκα τη Μαρίνα προχθές, είπε πρέπει να έχουν συντεχνία, ανεπίτρεπτο που τους απαγορεύεται.

Για να γίνει πιστευτή έστειλε το βίντεο σε φίλη, η φίλη το διέρρευσε να πείσει. Έπρεπε να υπερασπιστεί τη δική τους εκδοχή. Αυτής, που δεν είναι εκείνες που λιμπίζονται τους γέρους μας. «Το τσουλί γιατί το έκανε αυτό σε γέρο άνθρωπο», είπαμε. Δεσποτικές αφηγήσεις στα κείμενα κακομεταχείρισης. Κανείς δεν συζητά, τι σκατά περνάνε τα κορίτσια τούτα ανάμεσα μας.

Και αυτή είναι η προπαραλήγουσα εκδοχή της ιστορίας τους. Στην παραλήγουσα βρίσκονται σε μικρές αγγελίες, μία -και άν- φορά, σαν εξαφανισμένες. Στο πιο ελεεινό κλείσιμο της ιστορίας τους, λιωμένες σε φρέάτια, αζήτητες. Ήρθαν σε εμάς για ένα ξεροκόμματο. Εμείς γίναμε η προπαραμονή των επιδαυρικών θανάτων τους. Η πολιτική επίφαση του σάπιου θεσμικού μοντέλου μας, που δεν φαντάζονταν όταν έρχονταν. Αν ο κόσμος φανερώνεται ρατσιστικός, οι θεσμοί είναι που ζύμωναν αυτούς τους εχθρούς.

Και για να το συντομεύσω. Ο δολοφόνος τους δεν λέγεται Ορέστης αλλά κράτος.

Tα άνθη του κακού

 

Leave a comment